ΜΕΡΟΣ Ρ'
Έρχεσαι στο όνειρο, μια σκούρα σκιά.
μία σκιά που στο χάραμα του ήλιου
γίνεται θηλιά. Σχοινί παλιού καραβιού,
που το ‘χει ξεφτίσει η αρμύρα. Γεύση,
καμένου ηλιόσπορου, με ζεστή μπύρα.
Δακρύζουν τα όνειρα, χώμα και βροχή.
μία βροχή που καίει την πεδιάδα -
υποσχέσεις ναυλοχεί – τις αναμνήσεις ‘
τις κοιτάζει μ’ ένα βλέμμα σαν άχαρο.
η κατάσταση μοιάζει - δεν είν’ στο τέρμα.
«Τώρα θυμήθηκα!» - δρόμοι χιονισμένοι
κι εμείς με το ίδιο παλτό, ίδια πόλη.
άραγε ευτυχισμένοι; γιατί τρέχεις;«
θέλουν να τα προλάβουν όλα» - τίποτα.
ναι, τίποτα δεν σταματά να προλάβουν.
τόσος φόβος πως τρυπώνει στην ψυχή μου;
γιατί ξέχασα τον ευεργέτη; Γιατί;….
Πέρασε η μέρα μου, το φιλιστρίνι,
έχει θαμπώσει από βροχή κι αλμύρα.
σε πόσες μπουνάτσες ακόμη θ’ αστοχεί;
σε πόσες τρικυμίες θα τρέχω να μπω;
ειν’ τα φώτα σου κίτρινοι ξενύχτες –
θέλω να βαφτώ. Κι αν αυτό είναι λάθος,
ας το γευτώ σε κάθε άστατο καιρό
μ’ ένα κρασί κόκκινο που θα ξεβάφει.
Σε χρώμα παλιό ότι με γυρνάει πίσω-
ξέφτια όνειρα, σήμερα τα πουλάνε,
τι ν’ αφήσω; σε τούτο ‘δω το παζάρι
πλέον ο αθώος: κατηγορούμενος
και αλκοολικός μόνο ο οινοχόος.
Τώρα έμαθα λίγο να μπουσουλάω
μα ξέχασα τις νύχτες να περπατάω
αλλά αγαπάω. Ότι με μαγεύει.
Δεν είναι αμαρτία! Δεν φτιάχνω Εδέμ
ούτε σωτήρες ψάχνω για σωτηρία.
Τετάρτη 26 Αυγούστου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.