Κυριακή 31 Μαΐου 2009


Οι παπαρούνες βαφτίζουν το έρημο λιβάδι
Με λίγο λευκό από ένα μικρό κοπάδι
Η μουσική απ’ τα κουδούνια
Κι απ’ τα κουκουνάρια
Οδηγεί τον βοσκό στα μονοπάτια.
Κουλάκο πιάσε τον αυλό, να μαγευτούν τ’ άνθη
Να φτιάξουμε γλυκό ‘ παπαρούνα με σιρόπι.
Να ‘ρθει η Μερόπη να τις λιάσουμε στο περιβόλι
Να δέσει σαν τραγουδήσει το μπιρμπίλι.

Μπρε! Άσε τα οφίκια
Και κοίτα τα καΐκια
Απόψε τη νύχτα
Τα δίχτυα ρίχ’ τα
Να πιάσουμε δυο χέλια
Ν’ αρχίσουνε τα τέλια.

Τέλος Τα Ψέματα!


Κολύμπησαν οι αλήθειες στα πιο βαθιά νερά
Κι εσυ σωπαίνεις στο βαρκάκι
Δακρύζεις στο σοκάκι
Με μάτια ένοχα ζητάς φτερά.

Ποιος είναι το θύμα και ποιος ο θύτης;
Καμπόσοι αγύρτες κι ένα προφήτης
Μιλάνε για αλήθειες.

Θηκάρι άδειο βαστάς στη ζώνη
Ούτε η σκιά δεν ειν’ τόσο κρυφή
Ούτε η σιωπή τόσο βουβή
Όσο εσύ!

Τέλος, στους ξερόλες που υποδύθηκαν το ψέμα
Τέλος, στα θύματα που δακρύζουν από συνήθεια
Τέλος, στα λόγια τα μεγάλα που απάτησαν την αλήθεια
Τέλος, στις αγάπες που δεν μάθανε ν’ αγαπούν
Τέλος, στα χείλη που βάφονται για να γελούν.

Τέλος…..

Πασίδηλος κι ανέραστος, μη με ζυγώνεις
Τις υποσχέσεις τις άφησα σε σένα
Δυο όνειρα έκανες, κλεμμένα από εμένα
Και μην ζυγώνεις…

Σάββατο 30 Μαΐου 2009

Ευλογία


Είν’ το παιδί ευλογία που ραίνει η φύση
Με βαθυγάλαζα όνειρα¨
Στα μπάρκα των πλειάδων,
Στα δάση τ’ άγρια, που λαχταράω.

Στις χούφτες μου ψωμί ιερό
Φωλιάζει στα στήθη¨ αμίαντη ζωή,
Ουράνιο τόξο, επαγγελτή θεά
Της άνοιξης, η πρώτη γλυκιά αυγή.

Το σώμα μου ρίζα, ο ήλιος το ζυγώνει
Η αγάπη μου καρπωτής.
Και μια υφάντρα που ελπίζει
Πως θα ‘ναι μοίρα κι οδηγητής.

Αειθαλή μου μυστικό,
Ανείπωτο σαν τάμα.
Στον ίσκιο της φυλλωσιάς σου, ένιωθα την σκιά
Μα δεν έβλεπα, δεν γνώριζα,
ήταν η
Γεύση άγουρη – η οσμή ξινή
Ωσότου,
Ξύπνησα στην άφρη που κολύμπαγαν αχτίδες
Και θησαύρισα σπόρους ηλίανθου
Που τους βάστηξα γλυκά, τρεμάμενα στα δυο μου χέρια
Κι αγαλλίασε η ψυχή μου.

Τετάρτη 27 Μαΐου 2009





Οι Ut Des band με την φιλική συμμετοχή του Δήμου Διρφύων και του Εκπολιτιστικού Συλλόγου Καθενών, 17 Ιουλίου 2009 διοργανώνουν μουσική βραδιά για την ενίσχυση του Συλλόγου "Φλόγα" Σύλλογος Γονιών παιδιών με νεοπλασματική ασθένεια. Στο Γυμνάσιο Καθενών. Η εκδήλωση είναι ακόμη σε εξέλιξη. Θα ανακοινωθεί σύντομα ενημέρωση για την προπώληση εισητηρίων, ποιος μεγάλος καλλιτέχνης θα είναι κοντά μας και το πρόγραμμα της εκδήλωσης.


Σάββατο 23 Μαΐου 2009


Ανοίγεις τα μάτια¨
σκουντάς την πόρτα...
Όνειρα ανατέλλουν
ορίζοντες ελπίδα!
κι ποίηση μου, έχει τ' άρωμα σου.

Γράμμα σε μια φίλη!




Τα λόγια μου φαλτσάρουν
σε δάκρυα χορδές
ένα χαμόγελο σκιτσάρουν
σε όμορφες στιγμές.

ένα βιβλίο της αγκάθα
μες το φάκελο το βάζω
με όνειρα μια αρμάθα
στο γράμμα αδειάζω.

όσα δεν έχω σ' άνθρωπο να πω
τα γράφω σε σένα,
μην με δάκρυα τα ποτίσω
και το αίσθημα αφήσω.

ότι με δάκρυ το ποτίζεις
είναι σαν να το λυγίζεις
απ' τον κορμό στην ρίζα
φύλλα γινήκανε γκρίζα.

κι αν το διαβάζεις βράδυ
νανούρισμα γλυκό¨
ακούμπα στο χαρτί το χάδι
να το νιώσω ως εδώ.

Υ.Γ. Έχει γραφτεί για την αγαπημένημου φίλη Κάτια Τ.

Παρασκευή 22 Μαΐου 2009

Χρυσό λαχούρι



Με το δρεπάνι οχτώ οκάδες στάχυ
Και δυο βδομάδες να το σέρνω απά στη ράχη
Ψάχνω να βρω μια βρύση – μια πηγή
Μια όαση στην έρημο, δροσερή σαν την αυγή.

Το γόνυ κοκκινωπό απ’ την ζέστη
Κι αντάρτες ‘δεναν με υφαντό την πληγή
Τα όνειρα είχαν ανατείλει πίσω απ’ το βουνό
Κι εγώ μπροστά του έμοιαζα ορφανό.

Χρυσό λαχούρι την νυχτιά
Να το κλείνω αγκαλιά
Να ‘χω κάτι να αγγίζω
Να μ’ αγγίζει.

- Απο μια ιστορία στον πόλεμο-

Εξομολόγησις υπό Μυρσίνας




Στο λάγνο κορμί σου ψηλαφίζω την δροσιά
Εσύ τα νιάτα βαστάς κι εγώ την μοναξιά.

Τ’ ολόγραμμα σου ένας αγρός με γεράνια
Που θέλω να ορμίσω σαν μποφόρ σε λιμάνια.

Τα μαλλιά σου μυρίζουν άνοιξη με μέλι
Μετάξι κι ορχιδέα φέρνει το αγέρι.

Ένα τάμα κρατώ στην χούφτα
Κι έναν όρκο που δε σου ‘πα.

Ένα βάρος ευχών στα πόδια
Από της χρονιάς τα ρόδια.


Πιστός κουρσάρος στο αγνάντεμα σου αρμενίζω
Κι από καλοκαίρι σε χειμώνα με το δάκρυ σου γυρίζω.

Στις άγνωστες μέρες σου, χαρά μου, οδοιπορώ
Από διαβατάρικες ματιές μην αλωθούν, ορρωδώ.

Της φλόγας σχήμα τα χείλη σου, να φυλακιστώ
Και στο ολόγιομο φεγγάρι για σένα να ορκιστώ.

Μια στιγμή




Αν είσαι το φως του κόσμου
Μια ανταύγεια μόνο μου αρκεί
Μια μικρή οσμή του δυόσμου
Κι ας όλα κρατήσουν μια στιγμή.

Αν είσαι τ’ ουρανού βροχή
Μια στάλα η δίψα μου να πιεί
Μια σταγόνα να λυτρώσει την ψυχή
Κι ας όλα κρατήσουν μια στιγμή.

Μια στιγμή πελώρια σιωπή
Δυο χείλη άγνωρα
Κινούν να ταξιδέψουν ΄
Πριν σμίξουν
Θα επιστρέψουν.

Αν είσαι της θάλασσας βυθός
Ένα ναυάγιο στα στήθη σου να γίνω
Ένας φάρος δικός σου οδηγός
Για μια στιγμή δίπλα σου να μείνω.

Αν είσαι της άνοιξης γιορτή
Μιας μέλισσας να πάρω τη μορφή
Κι από κορφή σε κορφή
Να φτιάχνω μια δική μας στιγμή.

- Για σένα που οι στιγμές μαζί σου΄, με ταξιδεύουν και με ηρεμούν.-

Πέμπτη 21 Μαΐου 2009

Εγώ γράφω μόνο τις νυχτιές!





Εγώ γράφω μόνο τις νυχτιές
Μες το σούρουπο του Γενάρη
Εκεί που γεννιούνται οι ματιές
Κάποιου έρωτα κατεργάρη.

Εγώ σου έγραψα λόγια αληθινά
Μες την παγωνιά του χειμώνα
Αγνό μου ρόδο, χέρια αλλοτινά
Που άνθισα εκεί σαν ανεμώνα.

Εγώ γράφω μόνο για αγάπες
Που δεν γνώρισαν την αυγή
Για αβίωτους, άγνωστους χάρτες
Που τους κατέχει μόνο η σιγή.

Εγώ σου έγραψα στο μαξιλάρι
Μ’ ένα κοράλλι όλη τη ζωή
Και με ήπιες σαν κρασί θυμάρι
Για να μ’ έχεις μέσα σου πνοή.

Τσιγάρο απο τράκα!



Σ’ ένα μαγέρικο κλείστηκες δυο νυχτιές
Μαγνάδι φόραγε το χωριό το χιόνι.
Μέσα σε λεβέτια μαγέρευαν γριές
Κι έξω το λευκό να στρώνει.

Μ’ ένα κρασί αρχαίο ξεχάστηκε το κρύο
Και τραγούδια άναψαν την θράκα
«ο πόνος δεν πονάει όταν μοιράζεται στα δύο
Σαν ευχάριστο τσιγάρο από τράκα»

Ο πόνος δεν πονάει όταν μοιράζεται στα δύο
Σαν ευχάριστο τσιγάρο από τράκα
Μα οιμώζεις σ’ ένα απρόσμενο αντίο (Χ 2)
Σ’ ένα αντίο που άλλοι το ‘χουνε για πλάκα. (Χ 2)

Οινοβαφή τα μάτια σου απ’ το μεθύσι
Και το χιόνι έξω ακόμη πέφτει
Τι γίνεται όταν η ελπίδα έχει σβήσει;
Και τ’ όνειρο είναι σε χέρια κλέφτη;

Κόκκινο κρασί γιοματάρι κυλάει στο αίμα
Και τραγούδια άναψαν την θράκα
«ο πόνος δεν πονάει όταν μοιράζεται στα δύο
Σαν ευχάριστο τσιγάρο από τράκα»

Η ηώ



Μπλε σκούρο αντίκρισα το πέπλο
Κι ωσότου να πέσει ένα βλέμμα κάτω
Γινήκανε γαλάζια, αχόρταγα να το βλέπω!
Ομορφιά εξ’ ουρανού, στα μάτια κάνει σάλτο.

Και να! η ηχώ απ’ το νερό στον κήπο.
Φτερουγίζουν φυλλαράκια μες τη σιγαλιά.
Ζεύξη ηρεμίας κι αισθητικής γεννάτε
Κι αχνές μελωδίες ζώων – μόνη μιλιά.

Στην αυγή όλα κυλούν αργά
Γέννημα ονείρων!
Το λίκνο της ελπίδας
Ξεκίνημα προσδοκιών!

Σαν έρθει ο ήλιος κι απλώσει τις αχτίδες
- ο τόσο απαραίτητος ήλιος -
Ο ρυθμός γοργά θα τρέχει να προλάβει
Μα τι γυρεύει; μήπως τις ασπίδες:
Κι εκεί σ’ αυτές, μοναξιά να εκβάλει;

Και να! Ο Αίολος μαζεύει τους ασκούς
Έτσι άνεμα πορεύεται στο ξεκίνημα η πλάση.
Και να! Η στιγμή κάτι ν’ ακούς
Να μοιάζει αλήθεια αυτή η φράση.

Κι όταν τυλίγεσαι στ’ απόγειο της νύχτας
Ρίξε καημούς στα σκέλια των αλόγων
Να τους πάρει μακριά ο Ζέφυρος
Στον Κάμβλη και στις Λαιστρυγόνες να τους πάει.

(Κι ο Μορφέας ρωτά:)
- Γιατί η κιθάρα παίζει ακόμη λυπημένα;
(οι Μούσες απαντούν:)
- η Ηώ το βράδυ γράφει πικραμένα.

Σχοινι!



Ένας μονόλογος με την φύση
Κάθε ανατολή – κάθε δύση
Και μετά σιγή.

Ένας διάλογος με μένα
Για την απουσία και για σένα
Και μετά φυγή…

Ένας αντίλογος με την ζωή
Αυτή πράα - εγώ βοή
Και μετά πέρας.

Ένας υπόλογος στην ψυχή
Για την δακρύβρεχτη βροχή
Και μετά αέρας.

Ένας πρόλογος κενός
Χωρίς τίτλο αφενός
Και μετά τελεία

Ένας επίλογος μεστός
Κι ο καφές ακόμη ζεστός
Σαν εικόνα γελοία.

Κι εδώ στην αποσαφήνιση
Φωνή

Κι εκεί στην επαγρύπνηση
Υπολείπεται
Ένα σχοινί.

Τετάρτη 20 Μαΐου 2009

Στην Αγία Κυριακή



Άρωμα λεμονιού με γλυκά του κουταλιού, αέρας απαλός σα χάδι με τύλιγε αρώματα.
Χαιρόμουν τα πλατάνια που είχαν συντροφιά τόσο δροσερά νερά. Αγκάλιαζαν τις ρίζες τους με τόση τρυφερότητα, αγνά, τρεμάμενα σαν πρώτη επαφή. Η χαρά τους τόση, ανέμιζαν τις φυλλωσιές ως τα γιοφύρια. Στόλιζαν τους περαστικούς με μια βιαστική χειραψία. Τι όμορφη που 'σαι φύση! Αψεγάδιαστη χτίση!
Κυριακής Απογεύματα, στην Αγία Κυριακή, αγγίζαμε με τα ακροδάχτυλα, λίγο πάθος, λίγη ευχή. Λαχτάρησα ετούτη την ομορφιά, θέλησα νερό να πιώ, μια άγια φλόγα να δω, σαν κάρβουνο μέσα της να μπω. Να ξανά γεννηθώ...

Μια χαριτωμένη Συνοδός



Στα ενάλια βάθη, οι Σημίτες, κρύβουν το ατζάλι
Κι εσύ χαμένη, του κόσμου συνοδός
Μες την Πόλη, ενζενί οπαδός.

Τα πτιλώδη χείλη σου αβίγλιστα
Ροζέ απ’ του Αιγαίου την αλμύρα
σαν ραζακί κρασί που μ’ ασκέρι ήπια.

Μια χαριτωμένη συνοδό ερωτεύτηκα
Με τα όνειρα της εγώ δεσμεύτηκα
Σαν η ουσία να φεύγει απ’ το αλάτι
Σαν η αλήθεια να γίνεται απάτη.

Τον ταρτούφο του Μολιέρου διαβάζεις
Στην κάμαρα σου, με το λιγοστό φως.
Και σε Ιησουίτες μοιάζεις Θεός.

Μια Άνοιξη το τέθριππο ξεκίνησε
Φορούσες ένα καπέλο με βούλες και δαντέλλα
Απά στο μιντέρι ανέμιζες λευκή κορδέλα.

Σα να Φθινοπώριασε μου φαίνεται η λιακάδα.
Ο χρόνος είναι στα χαρτιά κι εγώ τα σκίζω,
Στο χθες κάθε μέρα να γυρίζω.

Δεν σιωπά η μνήμη της άγριας ζωής



Μια αρμαθιά χρόνια σήκωσα στην πλάτη
Ξενυχτισμένα σαν νυχτερίδες στη σπηλιά.
Μέστωσε η σκέψη μέσα σ’ ένα βράδυ
Κι έχει ανάγκη ν’ αποκρύψει τα παλιά.

Εδώ τραχώνι ειν’ η ρότα, σαν βράχος σκληρός
Που τον κατέχει η σιωπή κι λύσσα.
Έτσι βαστά ο νους βύθια αλμυρός
Κι εβένινη εικόνα μ’ απόχρωσις πίσσα.

Δεν σιωπά η μνήμη της άγριας ζωής
Ούτε το δείλι του λύκου η βοή
Όσο κρατά το φύσημα της πνοής
Κι όσο κρατά των δακρύων η ροή.
Δεν θα σιωπά η μνήμη της άγριας ζωής.


Απέτυχες κυρ – δάσκαλε με φιλοσοφίες
Ειν’ εκείνοι επαναστάτες με φλάμπουρα.
Της θαλάσσης καπανταήδες, με ιδεολογίες
που παν αργά σαν τον κάβουρα.

Και τα βυσσινιά ενθυμούμαι, τούτη τη κάδη
Εις το βασίλεμα του Τρυγητή τρέχαν τα κοπέλια
Να τα φιλέψει ο τσιφλικάς για να εμάθει
Πως του χωριού μαζεύτηκαν όλα τα αμπέλια.

Ενθυμούμαι και της γυναίκας μου τα μάτια
Στο κατόπι μ’ έχουνε χρόνια τώρα
Κι αν εκείνον τον Ιούλη γίνανε δυο κάτια
Η λάμψη τους, αλάργα της ψυχής τη μπόρα.